Σελίδες

2 Απρ 2010

Η έννοια της επικοινωνίας



Μεγάλο θέμα των κοινωνικών μας σχέσεων είναι το θέμα της επικοινωνίας. Οι άνθρωποι απομακρύνονται γιατί δεν επικοινωνούν, αλλά τελικά, αυτό που ονομάζουμε επικοινωνία, αντιλαμβανόμαστε τι πραγματικά σημαίνει και τι κάνουμε ουσιαστικά; Είναι πάντα θετικό να παρατηρούμε τον εαυτό μας και πώς αυτός λειτουργεί. Έτσι μαθαίνουμε, έτσι αρχίζουμε να λειτουργούμε συνειδητά και αποκτούμε επίγνωση.

Υποθέτουμε ότι επικοινωνούμε όταν μιλάμε, και μιλάμε ακατάπαυστα. Στα κινητά, διαδικτυακά, στο τηλέφωνο, δια ζώσης, μιλάμε, μιλάμε, μιλάμε. Αλλά τι λέμε; Τι κάνουμε; Πώς ακούμε; Ακούμε; Τι μας προσφέρει η επικοινωνία που έχουμε συνηθίσει; Και όταν δεν έχουμε κάποιον για να μιλήσουμε, υποθέτουμε πάλι ότι είμαστε μόνοι και αισθανόμαστε μειονεκτικά. Αλλά ποτέ δεν σταματά ο εσωτερικός διάλογος που συνεχίζεται απτόητος μέσα μας. Φοβόμαστε να βρεθούμε μόνοι με τον εαυτό μας γιατί δεν ελέγχουμε την εσωτερική φλυαρία.

Όμως αυτό που το Εγώ έχει ονομάσει «επικοινωνία» είναι ουσιαστικά μια λειτουργία που εξυπηρετεί τις δικές του ανάγκες, τις οποίες ντύνει με ηθικούς κανόνες, με τεκμηριωμένες στατιστικές και φυσικά με τις καλύτερες προθέσεις που μας κρατάνε κοιμισμένους και απομακρυσμένους από την αληθινή μας φύση.


Νομίζουμε ότι μοιραζόμαστε όταν εκφράζουμε τα προβλήματα, τις δυσκολίες, τις αρρώστιες και τα διλήμματα μας και ότι έτσι παίρνουμε την κατανόηση και την επιβεβαίωση που ζητάμε. Νομίζουμε ότι ακούμε τον άλλον που αφηγείται με κάθε λεπτομέρεια τα προβλήματα του. Αυτό που κάνουμε, παράλληλα, είναι να σκεφτόμαστε τον εαυτό μας και τους δικούς του φόβους, μέσα από τις δικές του ερμηνείες. Νομίζουμε ότι είμαστε καλοί και κοινωνικοί όταν ζητάμε τις απόψεις των άλλων και συμβουλές για το δικό μας σωστό. Νομίζουμε ότι μοιραζόμαστε όταν βρισκόμαστε με την οικογένεια ή τους φίλους μας και φλυαρούμε (εκτός από όλα τα πιο πάνω), περί ανέμων και υδάτων, έχοντας άποψη επί παντός επιστητού, για ό,τι συμβαίνει στον πλανήτη.

Αν είμαστε έστω και λίγο ειλικρινείς, διαπιστώνουμε ότι ακούμε μόνο τον εαυτό μας και αυτό μας εξασφαλίζει την ύπαρξη μας. Σίγουρα δεν μοιραζόμαστε, δεν κατανοούμε, δεν συμπονούμε, δεν εμπιστευόμαστε και δεν βιώνουμε εσωτερική γαλήνη και πληρότητα με αυτού του είδους τις επικοινωνίες.

Πιο έντονη ανάγκη έχει το Εγώ να εξασφαλίσει παρέα στον πόνο και συμμάχους στις πεποιθήσεις και στις απόψεις του. Ζητά (εν αγνοία μας πάντα γιατί του έχουμε δώσουμε εξουσία και δικαιώματα) επιβεβαίωση της ατομικής, περιοριστικής θεώρησης του. Εμείς δεν αμφισβητούμε ποτέ τις λειτουργίες του γιατί αισθανόμαστε «φυσιολογικοί» ανάμεσα στους ομοίους μας, και αυτό (πιστεύουμε) ότι είναι και αυτόματα σωστό. Σπάνια εξετάζουμε τον τρόπο που επικοινωνούμε, τα λόγια που χρησιμοποιούμε, τις κρυμμένες ανάγκες, γιατί αυτό απαιτεί άλλες διαδικασίες και φοβόμαστε να διαφέρουμε (ουσιαστικά, γιατί επιφανειακά θέλουμε και επιχειρούμε να διαφέρουμε).

Πιστεύουμε ότι εκφράζοντας αυτό που μας απασχολεί μας βοηθά να το λύσουμε, να βρούμε διέξοδο στον πόνο. Πιστεύουμε ότι η δήλωση (έκφραση) του, μας εξασφαλίζει τον έλεγχο, τον οποίο ψάχνουμε έξω από τον εαυτό μας. Αυτό που κάνουμε πραγματικά είναι να εξωτερικεύουμε ό,τι δεν αντέχουμε και δεν χειριζόμαστε μέσα μας. Όταν μένουμε πάλι μόνοι, διαπιστώνουμε ότι τίποτα δεν ελέγχουμε, ότι τα αδιέξοδα, ο φόβος, τα διλήμματα αυτά ενισχύονται ξανά… οπότε προσπαθούμε να μη μένουμε μόνοι.

Τα λόγια έχουν δύναμη. Είναι η εξωτερίκευση της αλήθειας μας. Ο λόγος είναι η κινητήριος δύναμη της δημιουργικής ενέργειας (σκέψη). Αν είχαμε έστω και την παραμικρή υποψία της τεράστιας δύναμης που διαθέτουμε θα ήμασταν πιο φειδωλοί με το λόγο μας, με όλα όσα εκτοξεύουμε δεξιά και αριστερά ασυνείδητα. Είναι αδύνατον να ελέγξουμε αυτά που λέμε (και επιτρέπουμε στον εαυτό μας να ακούει από άλλους) αν πρώτα δεν ελέγξουμε τη σκέψη μας.

Μέσα από αυτή τη λειτουργία που το Εγώ ονόμασε «επι-κοινωνία», ενισχύουμε (εν αγνοία μας) όλες τις λειτουργίες του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου (του Εγώ), δίνοντας τους διαστάσεις και ρόλους που στην πραγματικότητα δεν του ανήκουν: συγκρίνουμε, κρίνουμε, αναλύουμε, συμπεραίνουμε, φτιάχνουμε υποθετικά σενάρια και πιστεύουμε ότι είναι η αλήθεια, αναμασάμε το παρελθόν, κολλάμε στα επιμέρους κ.λ.π. Η επι-κοινωνία ως η επιβολή του Εγώ, σε όλο της το μεγαλείο.

Αν αυτός είναι ο τρόπος που επι-κοινωνείς με τον εαυτό σου, δεν έχεις άλλο τρόπο να επι-κοινωνήσεις με τους άλλους. Η πρώτη σχέση που δημιουργούμε είναι η σχέση με τον Εαυτό μας. Όλες οι υπόλοιπες σχέσεις είναι αντανάκλαση αυτής της πρωταρχικής σχέσης. Μην προσπαθείς λοιπόν να αλλάξεις την αντανάκλαση που είναι μόνο το φυσικό επακόλουθο του αρχικού είναι σου. Μπορείς όμως να αρχίσεις να παρατηρείς (χωρίς κριτική): τι λες, ποιες λέξεις και φράσεις επαναλαμβάνεις συχνά, τι επιλέγεις να ακούς, πώς ακούς και τι σκέφτεσαι όταν νομίζεις πως ακούς.

Δεν ενώνει τους ανθρώπους ο φόβος, τα «πρέπει», η δυστυχία, αλλά αυτό δεν θα σου το πει το Εγώ. Τους κρατά απλά παγιδευμένους στο προσωπικό τους όνειρο – εφιάλτη και στο όνειρο που επιλέγουν οι άνθρωποι να βλέπουν από κοινού. Όσο και αν προσπαθείς να φέρεις άλλους στο δικό σου εφιάλτη, μόνος τον έχεις φτιάξει, μόνο εσύ τον ζεις. Δεν ακούει κανείς κανέναν, παρά ενισχύει κάθε φορά τον δικό του εφιάλτη που θέλει να διατηρεί.

"Ὁ Ἡράκλειτός φησι τοῖς ἐγρηγορόσιν ἕνα καὶ κοινὸν κόσμον εἶναι, τῶν δὲ κοιμωμένων ἕκαστον εἰς ἴδιον ἀποστρέφεσθαι." Ο Ηράκλειτος μας λέει ότι για τους αφυπνισμένους, ένας και κοινός κόσμος υπάρχει, αλλά κάθε κοιμισμένος ξαναγυρνά στον δικό του προσωπικό κόσμο.

Αυτό που μοιραζόμαστε πραγματικά και μόνο ανάμεσα στους αφυπνισμένους είναι η χαρά, η πληρότητα, η ευτυχία. Πολύ περισσότερο, η πληρότητα, η χαρά βιώνονται πραγματικά, πηγαία, ΜΟΝΟ όταν μοιράζονται ανάμεσα σε αυτούς που βρίσκονται στο ίδιο επίπεδο συνειδητότητας και έχουν επίγνωση της πλάνης που ονομάζουμε πραγματικότητα. Η χαρά (όχι ως επιφανειακό συναίσθημα ενθουσιασμού αλλά ως πηγαία κατάσταση ύπαρξης) είναι η μόνη αντικειμενική αλήθεια και αφορά το Όλον («οι ουρανοί αγάλλονται, χαίρει η φύσις όλη»). Δεν αφορά το άτομο προσωπικά και αποκλειστικά. Γίνεται πραγματική όταν μοιράζεται, όταν προσφέρεται.

Αυτή είναι η συν-κοινωνία Του Εαυτού που συμπεριλαμβάνει το Όλον, σε αντίθεση με την επι-κοινωνία του Εγώ που αφορά το άτομο και εξυπηρετεί το διαχωρισμό. Ενόσω επιλέγουμε να υπηρετούμε το Εγώ, θα αισθανόμαστε ζήλεια στη χαρά του άλλου, αμφιβολία για την πληρότητα του, παραμένοντας απέναντι, δικαστές της πραγματικότητας του.


Είναι εύκολο να επι-κοινωνούμε (επι-βάλλουμε) τους εφιάλτες και τον αρνητισμό μας αλλά πολύ δύσκολο να συν-κοινωνούμε την α-λήθεια που είναι η πληρότητα μας. Στο πρώτο μετέχουμε πρόθυμα, ενισχύοντας επάξια το Εγώ. Στο δεύτερο συν-υπάρχουμε, συν-αισθανόμαστε, μέσα από το βίωμα του Όλου και της Ενότητας… και τότε χρειάζονται πολύ λιγότερα λόγια.

5 σχόλια:

  1. Ανώνυμος4/12/2010

    Με την άδεια σου, αγαπητή σκεπτόμενη Χριστιάνα, θα ήθελα να παραθέσω μια μικρή ιστορία – σχόλιο από την ζωή.
    Κάποτε, σε μια ομιλία του Δάσκαλου Λιαντίνη, σε ένα ακροατήριο στρατιωτικών, τον ρώτησε ένας ταξίαρχος αν φοβάται το θάνατο.
    Ο Δάσκαλος του είπε με φιλοφρόνηση ότι άρχισε να βάζει δύσκολα ερωτήματα.
    Η απάντηση του ήταν, ότι το ίδιο το ερώτημα που έβαζε ο ακροατής, ήταν αδιέξοδο.
    Αδιέξοδο του είπε, σημαίνει ότι δεν μπορεί να απαντηθεί γιατί στερείται της απόδειξης.
    Στο μυαλό του ήξερε τι έλεγε για την απόδειξη που είχε οργανώσει να λειτουργήσει για αυτό που ονομάζουμε ζωή….
    Έτσι λοιπόν, η ανάλυση των παραμέτρων που ορίζουν την επικοινωνία ή επί το βέλτιστο την συν-κοινωνία, είναι αδιέξοδες περιγραφές γιατί στερούνται της εφαρμογής.
    Είναι σαν να ζητούν οι άνθρωποι να τους μάθουν να κολυμπούν και μετά να νοιώσουν την αίσθηση της κολύμβησης…και του νερού στο σώμα τους.
    Στην δική μου οργάνωση της σκέψης , θα πρότεινα στους αγαπητούς αναγνώστες σου, να δοκιμάσουν την έκθεση χωρίς όρους και λογικές αναλύσεις … και τότε σίγουρα θα κοινωνήσουν (χωρίς επί ή συν)…
    Οι υπερβολικές αναλύσεις, αφαιρούν τον έρωτα που οφείλουμε να αποδίδουμε στην ζωή μας και στο εκάστοτε «αναπάντεχο» που σχεδιάζουμε εν αγνοία του συνειδητού μας.
    Ας φιλήσουν και ας χαϊδέψουν ότι κρίνουν πως το παραμελούν μέσα στο φόβο τους οι άνθρωποι, και τότε κάτι θα αλλάξει … που δεν χρειάζεται πάντα να το περιγράφουμε.
    Ευχαριστώ για τη φιλοξενία της σκέψης μου.
    k.z

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Θα ξέρεις αγαπητέ μου ότι η προτροπή «κάν’το» δεν είναι τόσο απλή και κατανοητή υπόθεση. Μήπως μας είπε κανείς πώς να το κάνουμε; Μήπως μας έδειξε κανείς τι μας προσφέρει η συνθετική σκέψη στη θέση της αναλυτικής;

    Ακόμα και η δική σου παράθεση κρύβει μέσα της τεράστια νοήματα ζωής που δεν γίνονται κατανοητά πριν από το προσωπικό βίωμα τους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. galazia_sfaira4/17/2010

    Σας παρακολουθώ και σε αυτο το σημειο με αλληλοσυμπληρώνετε...ειναι η φάση τετοια...
    Φιλια!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος12/17/2011

    Οι λεξεις ειναι πολυ φτωχες μπροστα στο αισθημα.Στην διασταση που ειμαστε ειναι πολλες φορες "απαραιτητες" για να το εκφρασουμε.Μακαρι να μπορουσαμε ολοι μας εστω για μια φορα να μιλησουμε χωρις να πουμε τιποτα.Η λεξη "ευχαριστω" εχει καταντησει μια τυπικη διαδικασια που πολλες φορες την λεμε χωρις να το νοιωθουμε καν.Παρολλα αυτα εγω θα σου μεταφερω το "ευχαριστω" με ολο το αισθημα που κρυβει μεσα του, δηλωνοντας ετσι την εκτιμηση μου για την καλη δουλεια και την προσωπικη εμπειρια που μεταφερεις μεσα απο το σαιτ. Να εισαι καλα..
    Γιαννης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Όταν η καρδιά μιλάει Γιάννη, σταματώ και την ακούω. Ακόμα και αν εκφράσει κάτι διαφορετικό την επόμενη στιγμή, είναι πάντα αληθινή. Να 'σαι καλά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή