Σελίδες

4 Δεκ 2009

Η κρίση των Χριστουγέννων




Η «κρίση» είναι επιλεκτική και την αποκαλούμαστε όταν και ενόσω μας βολεύει.

Είναι μια στοιχειώδης, αντικειμενική παρατήρηση των όσων συμβαίνουν γύρω μας, ειδικά σε μια περίοδο μεγάλων αντιφάσεων και διφορούμενων εννοιών. Δύσκολα επιλέγουμε να σταματήσουμε για λίγο και να δούμε αυτά που δημιουργούμε στο πέρασμα μας.

Το όλο σκηνικό μοιάζει σενάριο κωμικο-τραγικής ταινίας που συνεχίζουμε να παρακολουθούμε με σχεδόν μαζοχιστική διάθεση και ταυτόχρονα διαδραματίζουμε ως υπάκουοι ηθοποιοί χωρίς κανένα έλεγχο στην επιλογή του ρόλου μας. Εν μέσω μιας (και καλά) παγκόσμιας κρίσης σε ενεργειακό, οικονομικό, ψυχολογικό, φιλοσοφικό και κάθε άλλο πιθανό επίπεδο, εμείς έχουμε τη δυνατότητα να διαφοροποιηθούμε, να απομονώσουμε ότι μας πονάει και να ζήσουμε για λίγο την ψευδαίσθηση της άγνοιας μας.


Πλησιάζουν τα Χριστούγεννα. Τώρα ξεχνάμε τους φιλοσοφικούς προβληματισμούς (που έτσι κι αλλιώς ανήκουν σε άλλο, ξεχωριστό τομέα), τις υπαρξιακές μας ανησυχίες (αν τις έχουμε), τα προβλήματα και τις σκοτούρες μας. Ασχολούμαστε με ήσυχη τη συνείδηση, με τις παραδόσεις, τα έθιμα, καλύπτουμε το εσωτερικό κενό, φροντίζουμε το φαίνεσθαι και τρέφουμε ακόμα περισσότερο την εγωιστική αλαζονεία μας..

Φωταγωγούμε με τεράστια ποσά ενέργειας τις «πολιτισμένες» πόλεις μας, στολίζουμε τα σπίτια που έχουμε φτιάξει από μπετόν, κόβουμε τα ταλαιπωρημένα δέντρα που δεν μας ανήκουν αλλά τα θεωρούμε και αυτά δικά μας ή εύκολα τα αντικαθιστούμε με πλαστικά. Ντύνουμε με λάμψη και υπερβολή τα πονεμένα κορμιά μας, αγνοώντας ότι η υπερβολή φανερώνει ακόμα πιο πειστικά την ασχήμια μας και καθησυχάζουμε τη γύμνια της ψυχής μας με «προσφορά», «φιλευσπλαχνία», «φιλανθρωπία», στο όνομα της αγάπης που κάναμε συναλλαγή στα μέτρα μας.

Τώρα στολίζουμε, ετοιμαζόμαστε, προγραμματίζουμε, κάνουμε σχέδια, , φτιαχνόμαστε, πάμε ταξίδια, θυμόμαστε τις σχέσεις μας, ξοδεύουμε, υπερβάλλουμε, φροντίζουμε τις ανάγκες μας και αυτές των παιδιών μας (πιστεύουμε), προσφέροντας τους υλικά υποκατάστατα της ουσιαστικής φροντίδας μας που απουσιάζει. Παραπονιόμαστε για την ακρίβεια αλλά «επιτρέπουμε μικρές υπερβολές στον εαυτό μας» και έτσι, όχι μόνο συμβιβαζόμαστε, αλλά συντηρούμε ενεργά το δημιούργημα μας. Διαφωνούμε με ό,τι μας φαίνεται κενό και ψεύτικο, αλλά δεν τολμούμε να διαφοροποιηθούμε και να ρισκάρουμε την περιθωριοποίηση και έτσι υποτασσόμαστε και υποδουλώνουμε τη θέληση μας. Υποκρινόμαστε γιατί υποβιβάζουμε την εσωτερική κραυγή ενός καταπιεσμένου εαυτού, μιας διαφορετικής συνειδητότητας που υπάρχει μέσα μας και μας δηλώνει ξεκάθαρα ότι η ουσία δεν βρίσκεται εδώ, ενώ συνεχίζουμε ασυνείδητα να ακολουθούμε, έρμαια ενός υπέρμετρα καταναλωτικού συστήματος που συντηρούμε επάξια και πιστά. Πάνω απ’ όλα η πίστη στις παραδόσεις, η εμμονή στην εικόνα, ο φόβος της ανυπαρξίας, της μοναξιάς, της έλλειψης που αυτή την εποχή κρύβεται και μεταμφιέζεται καλύτερα από οποιαδήποτε άλλη.

Η γιορτή της αγάπης δεν είναι; Δεν ξέρω τι είναι. Οι λέξεις παίρνουν ανάλογα την έννοια που υποκειμενικά τους δίνουν οι ανάγκες μας. Δεν υπάρχουν οι έτοιμες απαντήσεις που οι περισσότεροι έχουμε μάθει να περιμένουμε από άλλους. Κανείς έξω από τον εαυτό μας δεν μπορεί να μας πει ποιο είναι το σωστό, τι πρέπει να κάνουμε, πού είναι η ουσία. Κάπως έτσι έχουμε γίνει δούλοι, ακολουθώντας άλλους, μιμούμενοι δρόμους που δεν είναι δικοί μας, γιατί δεν εμπιστευτήκαμε ποτέ τη σοφία και τη γνώση που υπάρχει καταγεγραμμένη μέσα μας. Ερωτήσεις μόνο μπορούμε να κάνουμε και να τολμούμε να περιμένουμε τις απαντήσεις, οι οποίες δεν έρχονται από εκεί ή με τη μορφή που τις περιμένουμε.

Γιατί φυτεύουμε δέντρα για να τα κόβουμε για την υπεροψία μας; Γιατί ξοδεύουμε τόση ενέργεια, χρόνο, χρήμα (όλα δανεικά) για την εικόνα μας; Γιατί υποβιβάσαμε την αγάπη σε περιστασιακή ασχολία την οποία «προσφέρουμε» επιλεκτικά ή αποφεύγουμε φοβικά; Γιατί γυρνάμε από ‘δω και από ‘κει περιμένοντας να εκτιμήσει ο καθένας την πραγματική μας αξία;

Οι απαντήσεις παραμένουν κρυμμένες από τις λειτουργίες του Εγώ. Βρίσκουμε πάντα αυτό που ψάχνουμε, αλλά χρειάζεται να διαπιστώνουμε κάθε φορά ποιος ρωτάει. Χρειάζεται να ξυπνήσουμε στην πραγματικότητα αυτής της εσωτερικής, συνεχόμενης διαμάχης, στον ουσιαστικό πειρασμό που εδρεύει μέσα μας: το Εγώ και η (εν υπνώσει) συνειδητότητα, ο φόβος και η αγάπη. Δύσκολη η επιλογή, σε ένα επίπεδο ύπαρξης που συνυπάρχουν και είναι αναγκαία και τα δυο.

Και γιατί η αγάπη έχει «μέρα»; Διαφέρουν οι μέρες μεταξύ τους; Πώς τα έχουμε βολέψει έτσι; Πώς έχουμε μείνει στους τύπους αλλά αγνοούμε την ουσία; Γιατί έχουμε στρεσάρει τόσο τη ζωή μας που ψάχνουμε αργίες για να ξεκουραστούμε, γιορτές για να προσφέρουμε, την επίδειξη για να εκφράσουμε αυτό που λαχταρούμε να είμαστε; Γιατί έχουμε μειώσει τη Χριστική συνειδητότητα σε φάτνες κούκλες, σε λαμπερά στολίδια, σε όπλο εναντίον άλλων λαών, θρησκειών;

Φόβος, καχυποψία, έλλειψη, κλείσιμο… πώς έχουμε επιτρέψει όλη αυτή την εισβολή και εξουσία στη ζωή μας; Και μετά σπατάλη, πρόσκαιρες απολαύσεις, επίδειξη για να ισορροπήσουμε την ήδη υπάρχουσα εσωτερική ανισορροπία, να καλύψουμε το κενό που απειλεί τον άδειο κόσμο μας. Ένας φαύλος κύκλος που γίνεται συνήθεια και εμποδίζει την αντίληψη, τη θέαση.

Αλλά η οδός της αγάπης είναι άλλη και δεν την επιλέγουμε. Περνάει μέσα από το φόβο, μέσα από τον πόνο, όπως απαιτείται σε κάθε γέννηση - Νόμος της Φύσης, τον οποίο επιλέγουμε ν’ αγνοούμε. Ο θάνατος είναι η διαδικασία της γέννησης. Γιατί το ένα το ντύσαμε με δάκρυ και το άλλο με χαρά; Γιατί αποκλείσαμε τη διαδικασία, μειώνοντας το αποτέλεσμα; Απορρίπτοντας το ένα αποφεύγουμε αναπόφευκτα το άλλο. Και έτσι η «γέννηση» που γιορτάζουμε κάθε χρόνο, την ίδια μέρα, είναι τυπική, πλαστή, προγραμματισμένη και εντελώς επιφανειακή, όπως είναι η ζωή μας, οι σχέσεις μας, η εικόνα μας και φυσικά ο πολιτισμός μας.

Πόσο πιο ουσιαστικός θα ήταν ο ρόλος μας αν τιμούσαμε τη ζωή καθημερινά και όλα όσα μας παρέχει, αν στολίζαμε την καρδιά μας με χαρά και ταπεινότητα, αν προσφέραμε από την αφθονία της ψυχής μας, αν μιλούσαμε την αλήθεια της Διά-κρισης μας; Γιατί η αγάπη, η αφθονία και η αλήθεια είναι ανεξάντλητα και μας ανήκουν. Είναι το μόνο που μας ανήκει: αυτό που έχουμε μέσα μας, αυτό που είμαστε. Αυτό εκφράζουμε, αυτό εκδηλώνεται.

Μπορούμε να στολίσουμε το δέντρο μας, να ψωνίσουμε τα δώρα μας, να ξεκουραστούμε από τα άγχη μας, να φροντίσουμε τις παραμελημένες σχέσεις μας. Αλλά δεν μπορούμε έτσι να γεμίσουμε το κενό που υπάρχει μέσα μας, να καλύψουμε τη γύμνια της ψυχής μας, να ηρεμήσουμε την ταραγμένη και πληγωμένη καρδιά μας. Αυτά απαιτούν άλλες διαδικασίες που δεν είναι τόσο φανερές, τόσο εκδηλωτικές, τόσο φανταχτερές… μέχρι να βιωθούν. Τότε λάμπουν γιατί γίνονται Φως αληθινό, τότε κάνουν θαύματα γιατί η Αγάπη κινεί βουνά και τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί στη δημιουργική ενέργεια της αναστημένης συνειδητότητας που αγκαλιάζει τα πάντα και ενοποιεί τα αντίθετα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου