Σελίδες

29 Ιαν 2010

Δυσλεξία ή Δημιουργικός Νους;



Θα ήταν χρήσιμο για όποιον πραγματικά ενδιαφέρεται για τη δυσλεξία, ν’ ανατρέξει πρώτα στο προηγούμενο άρθρο «Ορίζοντας τη δυσλεξία», για να έχει μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για την πορεία του θέματος.

Ο όρος «δυσλεξία», που εφηύρε το σύστημα, χαρακτηρίζει σαφώς το ίδιο (αν και αδυνατεί να το παραδεχτεί) και όχι τον καθρέφτη (τους δυσλεκτικούς) που έχει στήσει απέναντι του. Το δυστύχημα είναι ότι οι δυσλεκτικοί παίζουν πιστά το ρόλο του καθρέφτη που τους έχει δοθεί και έτσι αδυνατούν να αναγνωρίσουν και να καλλιεργήσουν αυτό που τους έχει δοθεί μα παραμένει ακαλλιέργητο.

«Ο Λόγος εκδηλώνεται στο καθετί. Ο Λόγος είναι η σκέψη που μεταμορφώνεται σε παλμό. Ελευθερώνεις στη γύρω ατμόσφαιρα κάτι που πριν ήταν απλώς ενέργεια. Πρόσεχε καθετί που λες.»

Η έλλειψη κατανόησης («δυς») της ανώτερης λειτουργίας του Λόγου είναι εσκεμμένη στον κόσμο του προγραμματισμένου νου, της ύλης, του χωρο-χρόνου και του διαχωρισμού. Η κατανόηση δεν μπορεί να είναι αναλυτική – λογική – αφαιρετική διαδικασία, καθώς αυτός ο τρόπος σκέψης πάντα θα προσπερνά την αλήθεια. Αδυνατεί λοιπόν το σύστημα που δημιούργησε το πρόβλημα της δυσλεξίας, να κατανοήσει την πραγματική έννοια του Λόγου (σκέψη – έκφραση) γιατί η κατανόηση αυτή βρίσκεται έξω από το πεδίο αντίληψης του και λειτουργίας του.

Η δυσλεξία (όπως έχει ονομαστεί) αφορά λειτουργίες ανεξερεύνητες του δεξιού ημισφαιρίου του εγκεφάλου, που είναι η Πύλη του Δημιουργικού Νου. Το «μέρος» αυτό του Νου (που δεν είναι λεκτικό στον τρόπο λειτουργίας του) ενυπάρχει μέσα στον καθένα μας, περιμένοντας ν’ αναγνωριστεί, να πάρει τη σωστή του θέση στην ουσία της ζωής μας. Απλά, κάποιοι άνθρωποι έρχονται με κυρίαρχο αυτό το μέρος, για να μας θυμίζουν και να μας ωθούν να το ψάχνουμε μέσα μας.

22 Ιαν 2010

Ορίζοντας τη δυσλεξία


Είναι γεγονός ότι σήμερα υπάρχει πληθώρα πληροφοριών για τη δυσλεξία: διαγνωστικά κέντρα, μέθοδοι αντιμετώπισης και αποκατάστασης, νομοθετικές ρυθμίσεις, κρατικοί φορείς, συμβουλευτικές υπηρεσίες κ.λ.π.. Γιατί όμως εξακολουθεί να υπάρχει τόση σύγχυση, παραπληροφόρηση, αγωνία; Γιατί εξακολουθούν οι γονείς να απογοητεύονται, οι δάσκαλοι να φοβούνται και να μπερδεύονται, οι δυσλεκτικοί να αποθαρρύνονται και να περιθωριοποιούνται; Μήπως γιατί ποτέ δεν αμφισβητήσαμε το αρχικό δεδομένο πάνω στο οποίο χτίζουμε ολόκληρα οικοδομήματα; Μήπως ποτέ δεν κοιτάξαμε πραγματικά τι έχουμε ορίσει ως δυσλεξία;

Αποτέλεσμα αυτής της γενικής ασάφειας είναι να συνεχίζεται ο μύθος ότι η δυσλεξία είναι «κάτι κακό» που φυσικά κανένας γονιός δεν θέλει να έχει το παιδί του, όπως και οι εντυπώσεις που θέλουν τους δυσλεκτικούς να «βλέπουν (και να διαβάζουν) ανάποδα», να είναι «ανίκανοι να διαβάσουν και να γράψουν» και άλλα παρόμοια συμπεράσματα.

Οι ορισμοί της δυσλεξίας εκφράζονται κυρίως από θεωρητικούς ή από δυσλεκτικούς (πιο σπάνια) που όμως, δυστυχώς, έχουν εκπαιδευτεί στο ίδιο σύστημα που δημιούργησε το πρόβλημα και βλέπει μέσα από την περιοριστική οπτική του»: αντιλαμβάνεται αντιθέσεις, διαχωρίζει, ομαδοποιεί, συγκρίνει, αναλύει, ορίζει, κατατάσσει, σε μια προσπάθεια να νοιώσει ασφάλεια.

15 Ιαν 2010

Ενοχή



Δεν υπάρχει τομέας της ζωής μας ή κάποια άκρη του νου μας που η ενοχή να μην έχει ύπουλα εισχωρήσει και επηρεάσει. Δηλητηριάζει τη σκέψη μας, εμποδίζει τα βήματα μας, κρύβει την αλήθεια και οδηγεί με σίγουρο τρόπο στο θάνατο (απομόνωση, στέρηση, αρρώστια). Η ενοχή είναι το αποτέλεσμα της ιδέας που έχουμε, βαθιά μέσα μας, για τον εαυτό μας. Εύκολα γίνεται αντιληπτή, πίσω από κάθε αμφιβολία μας, πίσω από κάθε δίλλημα, κάθε φορά που μετανιώνουμε για ό,τι κάναμε ή δεν κάναμε, όταν δεν εμπιστευόμαστε, κάθε φορά που γυρνάμε στο παρελθόν. Έχοντας πιστέψει ότι είμαστε αυτό το μικρό και ασήμαντο ανθρωπάκι που παραπατά, είναι επιρρεπή στο «κακό», είναι καταδικασμένο να πεθάνει, αναζητάμε (συνειδητά ή ασυνείδητα) την τιμωρία σε κάθε γωνία, βλέπουμε το σκοτάδι σε κάθε μας κίνηση. Με βάση ένα τέτοιο καταστροφικό προγραμματισμό, κρίνουμε, κατηγορούμε, βιώνουμε επανειλημμένα το θάνατο, ενώ αναζητούμε τη λύτρωση που δεν έρχεται ποτέ μέσα από τέτοιες πρακτικές.

Αδυνατούμε να δούμε το δικό μας αρχικό, νοητικό δημιούργημα και έτσι βλέπουμε γύρω μας τους πολλαπλούς καθρέφτες (σύμβολα αυτού που δώσαμε και είμαστε) που ενισχύουν ακόμα περισσότερο την αρχική ενοχή και αυτό-ακύρωση μας. Ενοχοποιούμε τους εαυτούς μας ή άλλους, κατηγορούμε τον εαυτό μας ή άλλους, αισθανόμαστε οίκτο για μας ή για άλλους, στερούμαστε και στερούμε από άλλους, κ.λ.π. αναζητώντας την τιμωρία μας (και των άλλων) ουσιαστικά ψάχνοντας μέσα από αυτήν, τη δικαίωση μας.

Κουβαλάμε με θαυμασμό το σταυρό που οι ίδιοι έχουμε επιβάλει στον εαυτό μας (αλλά πιστεύουμε ότι μας έχει επιβληθεί), γινόμαστε «μάρτυρες» της ζωής πιστεύοντας ότι υπάρχουμε για να υποφέρουμε (και αυτό είναι αρετή), περιμένοντας σωτηρία από αλλού (αφού εμείς είμαστε ασήμαντοι, ανίκανοι και αδύναμοι) σε κάποιο αόριστο μέλλον (γιατί η ενοχή μας παγιδεύει στο παρελθόν) ακυρώνοντας έτσι το παρόν και τη μοναδική επιλογή της δράσης μας σε αυτό.

8 Ιαν 2010

Υπάρχει έλλειψη αυτο-πεποίθησης;



Κάποιες φορές οι ίδιες οι λέξεις μας κοιτάνε στα μάτια φανερώνοντας το πραγματικό τους νόημα αλλά εμείς αδυνατούμε να τις δούμε για αυτό που είναι. Δίνουμε σε αυτές τη δική μας υποκειμενική ερμηνεία, προσπερνώντας τις, χάνοντας την ευκαιρία της παρατήρησης και της μάθησης.

Η μάθηση πάντα υπονοεί αλλαγή. Η «δυσλεξία» (η λέξη εξυπηρετεί άλλους σκοπούς ενώ δεν υφίσταται δυσλειτουργία) με βοηθά να μη θεωρώ σχεδόν τίποτα δεδομένο αλλά να θέλω να βρίσκω νόημα, μέσα στο πλαίσιο στο οποίο βρίσκεται κάτι και όχι ανεξάρτητα από αυτό. Μια τέτοια λέξη, στην οποία έχουμε αποδώσει λανθασμένο νόημα, είναι η «αυτοπεποίθηση».

Η ερμηνεία που δίνει το Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας του Γ. Μπαμπινιώτη είναι: το να εμπιστεύεται κανείς τον εαυτό του – η άνεση, η σιγουριά που εκπέμπουν οι κινήσεις αυτού που έχει αυτοπεποίθηση. Συνεπώς, συνηθίζουμε να μιλάμε για «έλλειψη αυτοπεποίθησης» όταν κάποιος δεν εμπιστεύεται τον εαυτό του. Αν τολμήσουμε τη σύνθεση πληροφοριών, βλέπουμε πιο κάτω, στο ίδιο λεξικό, την ερμηνεία της λέξης «πεποίθηση», το δεύτερο συνθετικό της λέξης «αυτο-πεποίθηση»: απόλυτη βεβαιότητα ότι αυτό που πιστεύει ή ισχυρίζεται κανείς, ισχύει πραγματικά (πείθω, πίστη).