Σελίδες

26 Δεκ 2009

Το πολυτιμότερο δώρο



Κάποιες φορές σκέφτομαι ότι θα ήταν πολύ καλύτερα αν αποφασίζαμε να κάνουμε τα παιδιά μας μετά τα σαράντα. Θα είχαμε το χρόνο και τις ευκαιρίες να ωριμάζαμε περισσότερο ως άνθρωποι, να μαθαίναμε λίγο καλύτερα τον εαυτό μας, θα δημιουργούσαμε πιο αρμονικές σχέσεις, προτού αναλάβουμε τον σημαντικότερο ρόλο της ζωής μας.

Μετά κοιτάω γύρω μου και καταλαβαίνω ότι αυτό δεν είναι θέμα βιολογικής ηλικίας. Κάποιοι από μας ενηλικιωνόμαστε στα τριάντα, άλλοι στα πενήντα και άλλοι ποτέ. Άλλωστε, τις σημαντικότερες και ουσιαστικότερες αποφάσεις της ζωής μας, τις παίρνει ακόμα για μας η κοινωνία, τα έθιμα, οι κάθε λογής εξωτερικές προσταγές.

Λυπάμαι που ακόμα δεν έχουμε καταλάβει ότι το μεγαλύτερο πλεονέκτημα μας ως ανθρωπότητα, το πολυτιμότερο «περιουσιακό» μας στοιχείο ως κοινωνία, ο πιο ισχυρός «πόρος» ενέργειας είναι τα παιδιά μας. «Πώς δεν το έχουμε καταλάβει», σαν να ακούω τις πρώτες αντιδράσεις, «για τα παιδιά μας δεν τα κάνουμε όλα; Δεν δουλεύουμε για τα παιδιά μας, δεν αποταμιεύουμε για τα παιδιά μας, δεν φροντίζουμε για τις ανάγκες τους, τη μόρφωση τους, την υγεία τους, τη συναισθηματική τους ασφάλεια, το μέλλον τους;»


Γι’ αυτό λυπάμαι! Γιατί ακόμα δεν έχουμε καταλάβει τίποτα! Είναι δυνατόν να μην έχουμε ακόμα δει ότι όλ’ αυτά δεν είναι αρκετά – δεν ήταν ποτέ – ότι όλα όσα προσφέρουμε «στα παιδιά μας» και ακόμα τόσα, δεν θα είναι ποτέ αρκετά; Ποιες αποδείξεις ακόμα χρειαζόμαστε για να πειστούμε ότι δημιουργούμε αλαζονικά, απαιτητικά, ανασφαλή, ανικανοποίητα και δυστυχισμένα παιδιά; Πότε έγινε ο κόσμος καλύτερος, οι άνθρωποι πιο ευτυχισμένοι, οι σχέσεις πιο αρμονικές επειδή οι άνθρωποι είχαν πρόσβαση σε καλύτερα και περισσότερα;

Η δική μου ευχή γι’ αυτά τα Χριστούγεννα είναι να καταφέρουν οι άνθρωποι στο εξής να δίνουν το μοναδικό δώρο που αξίζει και που κάθε παιδί θα ήθελε να είχε πάνω απ’ οτιδήποτε άλλο: ισορροπημένους εσωτερικά, ευτυχισμένους, ικανοποιημένους και ολοκληρωμένους ανθρώπους ως πρότυπα. Είναι το μοναδικό δώρο που χρειάζονται τα παιδιά μας (και έχουν δικαίωμα σε αυτό από τη στιγμή που αποφασίζουμε να τα φέρουμε στον κόσμο) και το μόνο που σπάνια διεκδικούμε για αυτά – γιατί πρέπει να το διεκδικήσουμε πρώτα για τον εαυτό μας.

Τόσο λίγο γνωρίζουμε τον εαυτό μας (κι ας λέμε ότι παρακινούμαστε από τις «καλύτερες προθέσεις» μας) που πιστεύουμε ότι τα παιδιά αρχίζουν να καταλαβαίνουν και να επικοινωνούν μετά τα τρία, όταν αρχίζουν να μιλούν ή πολύ αργότερα, όταν αρχίζουν να αναπτύσσουν κριτική σκέψη. Η αλήθεια πόρρω απέχει από αυτές τις πεποιθήσεις.

Μετά τα τρία, η οντότητα παγιδεύεται σταδιακά στους λαβυρίνθους του Εγώ, καθώς εκπαιδεύεται και αρχίζει να χτίζει την ταυτότητα της. (Πολύ αργότερα στη ζωή του το άτομο, θα γκρεμίσει συνειδητά αυτή την ταυτότητα, αν έχει την τόλμη και το θάρρος να το κάνει.) Παγιδεύεται λόγω εκπαίδευσης, λανθασμένα και αποκλειστικά, στις λειτουργίες του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου: την ανάλυση, την κριτική, την κατάταξη, τη δυαδικότητα, τους αριθμούς, τα γράμματα, τη σύγκριση κ.λ.π.

Με άπλετη βοήθεια από μας οι οποίοι μεγαλώνουμε παιδιά και το σύστημα που τα εκπαιδεύει «επάξια», αυτά ξεχνούν ν’ αντιλαμβάνονται και να επικοινωνούν με τις λειτουργίες που τα συντρόφευαν τους μήνες της κύησης και τα πρώτα (περίπου τρία) χρόνια της ζωής τους: την ενέργεια που συνδέει τα πάντα μεταξύ τους, τη σύνθεση, τη διαίσθηση, τη φαντασία, το παρόν, την τελειότητα της ύπαρξης τους κ.λ.π.

Είναι μια γλώσσα που οι ίδιοι δεν κατανοούμε, έχουμε προ πολλού ξεχάσει και δεν εμπιστευόμαστε. Πώς είναι δυνατόν να επικοινωνήσουμε με το βρέφος ή το μικρό παιδί μας; Είναι προτιμότερο να έχουμε την ψευδαίσθηση ότι δεν καταλαβαίνει, ότι μπορούμε να κρυφτούμε από αυτό, να το ξεγελάσουμε με τα επιφανειακά χαμόγελα και την επιδερμική ηρεμία μας, να το χειραγωγήσουμε με τη συμπεριφορά, τα λόγια και τα «πρέπει» μας.

Όμως αντιλαμβάνεται τα πάντα, ακόμα και αυτά που «δεν αφήνουμε να περνάνε» στο παιδί. Ειδικά αυτά! Γιατί το έμβρυο, το βρέφος, το μικρό παιδί, βρίσκεται ακόμα συνδεδεμένο με την Πηγή που το δημιούργησε, με το πνεύμα που κατοικεί μέσα του, «διαβάζει» την γλώσσα του σύμπαντος, την ξεχασμένη γλώσσα του σύμπαντος: τη γλώσσα της πρόθεσης. Διαβάζει τα αισθήματα – τα πηγαία αισθήματα που πάντα δηλώνουν την αλήθεια μας. Νοιώθει τις κρυμμένες επιθυμίες, τους κρυμμένους φόβους, τις ενοχές και τα εσωτερικά κενά μας. Επικοινωνεί με τρόπους που έχουμε σταματήσει να παρατηρούμε γιατί είμαστε πολύ απασχολημένοι με τις λέξεις μας. Γνωρίζει ότι τα σημαντικά είναι λίγα και απλά, και δεν ανήκουν σε αυτόν τον κόσμο της μορφής, της επιφάνειας, των «πρέπει» και του φαίνεσθαι.

Πότε θα μάθουμε (ξανά) εμείς αυτή τη γλώσσα που δεν έχει διάλεκτο, χώρα προέλευσης ή ιστορία εθνική, για να μπορούμε αληθινά να επικοινωνούμε με τα παιδιά μας, να διδασκόμαστε από αυτά και να τα βοηθάμε ουσιαστικά στο δρόμο τους; Άλλωστε, δεν ενώνει τους ανθρώπους ο βαθμός συγγένειας αλλά η αγάπη, στο βαθμό που ο καθένας κατανοεί βιωματικά την έννοια της.

Ένα παιδί γνωρίζει αμέσως ότι η μητέρα του είναι στεναχωρημένη ή φοβισμένη, ότι ο πατέρας του νοιώθει ανικανοποίητος ή παγιδευμένος. Αντιλαμβάνεται αμέσως τις πραγματικές διαθέσεις των γύρω του. Ξέρει από τη φύση του την κατανόηση, τη συμπόνια, τη συγχώρεση, την αγάπη, την ενότητα με τα πάντα, την αρμονία – αν του επιτρέψουμε να «αναπνεύσει» (καθόλου τυχαίο δεν είναι που πολλά παιδιά σήμερα υποφέρουν από άσθμα και άλλα αναπνευστικά προβλήματα), να εξελιχθεί με σεβασμό και φυσικότητα.

Δεν χρειάζεται πολλά το ίδιο. Χρειάζεται πολλά από μας. Πόσο διατεθειμένοι είμαστε να κάνουμε «τα πάντα» για τα παιδιά μας; «Τα πάντα» είμαστε εμείς, ξεκινούν από μας και βρίσκονται μέσα μας, πουθενά αλλού. Τα υπόλοιπα είναι απλά εφόδια για το δρόμο του. Όμως πώς να πορευτεί χωρίς τις βάσεις, χωρίς τον εαυτό του; Πού να στηριχθεί χωρίς τα θεμέλια που θα το κάνουν δυνατό, αλώβητο, σίγουρο να αντιμετωπίσει κάθε πρόκληση που θα βρεθεί στο δρόμο του;

Εμείς τι κόσμο σχεδιάζουμε χωρίς να επενδύουμε στα παιδιά μας, χωρίς την προθυμία να τους χαρίζουμε ότι πολυτιμότερο έχουμε επειδή τ’ αγαπάμε; Τον Εαυτό μας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου