Σελίδες

20 Νοε 2009

Τα εν οίκω μη εν δήμω.




Σκέφτομαι ότι είναι βολικό που έχουμε τις δουλειές μας ξεχωριστά από τα σπίτια μας, τις καθημερινές μας σχέσεις, τα ενδιαφέροντα μας, την ηθική μας.

Νοικιάζουμε ένα γραφείο το οποίο διατηρούμε περιποιημένο, καθαρό, όσο χρειάζεται απρόσωπο, όπου δεχόμαστε τους ανθρώπους που θέλουμε να μας εμπιστεύονται και να προωθούμε την εικόνα που επιχειρούμε να εκπέμπουμε. Εκθέτουμε αποδείξεις της γνώσης μας στον τοίχο που βρίσκεται πίσω από το οχυρό μας, το γραφείο μας, πάνω στο οποίο έχουμε συμμετρικά τοποθετήσει φωτογραφίες της οικογένειας μας, σφραγίζοντας την κοινωνική αξία μας.

Στις παρέες φοράμε τα καλά μας, βάζουμε το πλατύ χαμόγελό μας, έστω και αν λίγο νωρίτερα έγινε χαμός στο σπίτι με το σύντροφο ή το παιδί μας. Συζητάμε για πράγματα ακίνδυνα που ενισχύουν το φιλοσοφικό-κοινωνικό-γνωστικό μας επίπεδο… και την αξία μας. Οι «τυχεροί» από μας έχουμε και ένα δυο φίλους στους οποίους εκμυστηρευόμαστε τη βαθύτερη αλήθεια μας, αναζητώντας την αποδοχή και επιβεβαίωση τους.

Οχυρωνόμαστε πίσω από ρόλους, υποθέτοντας ότι μπορούμε να κρατήσουμε ξεχωριστά τους διάφορους τομείς της ζωής μας… για τη δική μας ασφάλεια. «Τα εν οίκω μη εν δήμω» λέει η παροιμία, και το κάνουμε πράξη, πιστεύουμε, προστατεύοντας τον εαυτό μας από το «μάτι», τη ζήλεια, την κριτική, την κακία του κόσμου. Ενός κόσμου, που εμείς επιλέγουμε να βλέπουμε μονοδιάστατα, περιορισμένο και εχθρικό.


Από την άλλη, δεν χάνουμε την ευκαιρία να κρίνουμε αυτούς που επιλέγουν να ζουν διαφορετικά από μας, να κατηγορούμε όσους πιστεύουμε ότι μας αδίκησαν, να μιλάμε για τα παιδιά μας σε άλλους σαν αυτά να μην είναι μπροστά, να παραμένουμε θύματα ενός «τιμωρού» θεού που έχει απαιτήσεις, απογοητεύσεις, κρίσεις: ένα θεό που έχουμε φτιάξει στα μέτρα μας.

Σήμερα διάβαζα «τυχαία» ένα άρθρο στο διαδίκτυο για όσα «πρέπει να κάνουν και να μην κάνουν οι γονείς στα παιδιά τους». Η δομή και το ύφος του άρθρου, μου δήλωνε ξεκάθαρα ότι γράφτηκε «καθ’ έδρας», ότι επρόκειτο για ένα ρόλο του συγγραφέα και όχι για την πραγματικότητα. Η πραγματικότητα έχει άλλη γραφή. Έχει συμπόνια, έχει κατανόηση και το σημαντικότερο, έχει το «πώς» ή τουλάχιστον το ψάχνει. Το συγκεκριμένο άρθρο, όπως τα περισσότερα, έχουν συμβουλευτικό χαραχτήρα, είναι δομημένα επάνω σε ηθικές και θέσεις που όλοι πιστεύουμε, ελάχιστοι εφαρμόζουμε.

Είναι απόψεις, ιδέες που έχουμε μάθει παπαγαλία, έχουμε εκπαιδευτεί να υποστηρίζουμε, να συμφωνούμε με αυτές. Τις έχουμε κατατάξει ανάμεσα στα «σωστά» του νου μας, τις διαδίδουμε για να ενισχύουμε και να καθιερώνουμε την αξία μας… θεωρητικά. Εμείς οι απλοί, θνητοί αποδέκτες, κάνοντας γρήγορους εσωτερικούς απολογισμούς, περνάμε αυτόματα σε θέση υποτέλειας μέσα από την κριτική του εαυτού μας, αξιολογώντας την ανταπόκριση μας στις συμβουλές, την ηθική, το «σωστό». Η παγίδα της δυαδικής σκέψης, χωρίς έξοδο κινδύνου.

Είτε προσπαθούμε να εφαρμόσουμε και ν’ ανταποκριθούμε, ν’ αλλάξουμε ή όχι, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία. Πολύ γρήγορα το άρθρο (οι συμβουλές, οι συνταγές, οι θεραπείες ή πληροφόρηση) περνάνε στη μνήμη, μένουν στο παρελθόν, στα χαρτιά, στα συρτάρια, καθώς εμείς συνεχίζουμε τη ζωή μας, ψάχνοντας το επόμενο άρθρο, τον επόμενο «ειδικό», την επόμενη πληροφορία, που όμως ποτέ δεν μας αγγίζει ουσιαστικά, παρά μόνο για να ενισχύσει την κριτική μας διάθεση. Όλο και περισσότερο στενεύει το κελί που φτιάχνουμε γύρω μας αλλά παραμένει αόρατο στα μάτια μας.

Το απόγευμα, θα γυρίσουμε το κλειδί της πόρτας του γραφείου μας και θα φορέσουμε ένα άλλο πρόσωπο για να πάμε στο σπίτι μας, μετά ένα άλλο για να βγούμε το βράδυ με τους φίλους μας, ένα άλλο το πρωί της Κυριακής στην εκκλησία, αργότερα ένα άλλο για να επισκεφθούμε τους γονείς μας, ένα άλλο όταν χρειάζεται να κάνουμε κήρυγμα στα παιδιά μας (όπου παρουσιαζόμαστε ως μικροί θεοί που θα γνωρίζουν τα πάντα ή κρυβόμαστε όταν ντρεπόμαστε που δεν γνωρίζουμε). Οι μάσκες ποικίλουν… όσοι και οι άνθρωποι και οι αμέτρητοι ρόλοι τους.

Έτσι χωρίζουμε τους εαυτούς μας σε διαφορετικά μέρη και αισθανόμαστε καλά με το κατόρθωμα μας αυτό: κανείς δεν βλέπει την αλήθεια μέσα μας, την ολότητα μας… ούτε καν εμείς οι ίδιοι.

Μέχρι την ώρα που θα πάμε για ύπνο ή που θ’ αναγκαστούμε να μείνουμε για λίγο μόνοι με τον εαυτό μας. Εκεί δυσκολεύουν κάπως τα πράγματα αλλά το «έχουμε λύσει» και αυτό το πρόβλημα: Βλέπουμε τηλεόραση μέχρι να μας πάρει ο ύπνος, διαβάζουμε ένα καλό βιβλίο για να μη σκεφτόμαστε, παίρνουμε ηρεμιστικά, αντικαταθλιπτικά, ναρκωτικά… ότι εμποδίζει και «ηρεμεί» τη σκέψη που μας απειλεί. Και δεν μένουμε ποτέ μα ποτέ μόνοι με τον εαυτό μας.

Γιατί τότε οι ρόλοι μπερδεύονται, οι σκέψεις διαδέχονται ακατάστατα η μια την άλλη, τα συναισθήματα (άγνωστα και αόριστα) ανακατεύουν όλα μαζί το στομάχι ή προκαλούν σφίξιμο στο κεφάλι, διάφορους πόνους και έλλειψη ενέργειας. Υποθέτουμε ότι μας πείραξε το κλιματιστικό στη δουλειά, η ανοιχτή πόρτα στην κουζίνα, κάτι που φάγαμε στο εστιατόριο. Παίρνουμε μια μέρα άδεια από τη δουλειά μας και τη ζωή μας και μετά συνεχίζουμε, ακριβώς όπως πριν. Δεν αλλάζουμε τίποτα γιατί δεν καταλαβαίνουμε τίποτα.

Η οποιαδήποτε επιτυχία, σε οποιοδήποτε απομονωμένο τομέα, είναι προσωρινή. Δεν το βλέπουμε αυτό (ούτε στον εαυτό μας, πολύ περισσότερο όμως στους άλλους) γιατί συνηθίζουμε να τεμαχίζουμε το χρόνο, να εστιαζόμαστε επιλεκτικά και προσωρινά σε ότι μας βολεύει να βλέπουμε. Ξεχωρίζουμε τους τομείς, τους ρόλους της ζωής μας και παρατηρούμε ανάλογα, ό,τι έχουμε επιλέξει ως σημαντικό: τα λαμπερά αστέρια της τηλεόρασης με την πλούσια ζωή τους, τον ειδικό με το κουστούμι που τεκμηριώνει την άποψη του, το ζητιάνο στο δρόμο που προσπερνάμε βιαστικά, το ατίθασο παιδί στο πάρκο που κοιτάμε περιφρονητικά.

Αυτό που δεν βλέπουμε είναι η λαμπερή μάσκα που φοράμε κατ’ επιλογήν οι ίδιοι, την (όντως) πλούσια ζωή μας, το ζητιάνο μέσα μας, τον ειδικό που παριστάνουμε (ή είμαστε αλλά αγνοούμε), το καταπιεσμένο παιδί μέσα μας που ζητά απεγνωσμένα την προσοχή μας. Και έτσι προχωράμε μηχανικά τη ζωή μας, παρουσιάζοντας τον πραγματικό μας εαυτό (που εξακολουθούμε να μη βλέπουμε) στους ανθρώπους που υποτίθεται ότι αγαπάμε περισσότερο: το σύντροφο μας, τα παιδιά μας, τον εαυτό μας.

Αλλά εξακολουθούμε να μην κατανοούμε τι σημαίνει πραγματικά, «Τα εν οίκω μη εν δήμω». Ίσως δεν θα μάθουμε ποτέ αν δεν αποφασίσουμε ν’ αποκωδικοποιήσουμε την κοινωνία του μάτριξ των κατώτερων ενστίκτων. Ξέρουμε όμως να γράφουμε την παροιμία, να τη λέμε, να συμβουλεύουμε, να τη μεταφράζουμε… όπως μας βολεύει.


....................

1 σχόλιο: