Σελίδες

22 Ιαν 2010

Ορίζοντας τη δυσλεξία


Είναι γεγονός ότι σήμερα υπάρχει πληθώρα πληροφοριών για τη δυσλεξία: διαγνωστικά κέντρα, μέθοδοι αντιμετώπισης και αποκατάστασης, νομοθετικές ρυθμίσεις, κρατικοί φορείς, συμβουλευτικές υπηρεσίες κ.λ.π.. Γιατί όμως εξακολουθεί να υπάρχει τόση σύγχυση, παραπληροφόρηση, αγωνία; Γιατί εξακολουθούν οι γονείς να απογοητεύονται, οι δάσκαλοι να φοβούνται και να μπερδεύονται, οι δυσλεκτικοί να αποθαρρύνονται και να περιθωριοποιούνται; Μήπως γιατί ποτέ δεν αμφισβητήσαμε το αρχικό δεδομένο πάνω στο οποίο χτίζουμε ολόκληρα οικοδομήματα; Μήπως ποτέ δεν κοιτάξαμε πραγματικά τι έχουμε ορίσει ως δυσλεξία;

Αποτέλεσμα αυτής της γενικής ασάφειας είναι να συνεχίζεται ο μύθος ότι η δυσλεξία είναι «κάτι κακό» που φυσικά κανένας γονιός δεν θέλει να έχει το παιδί του, όπως και οι εντυπώσεις που θέλουν τους δυσλεκτικούς να «βλέπουν (και να διαβάζουν) ανάποδα», να είναι «ανίκανοι να διαβάσουν και να γράψουν» και άλλα παρόμοια συμπεράσματα.

Οι ορισμοί της δυσλεξίας εκφράζονται κυρίως από θεωρητικούς ή από δυσλεκτικούς (πιο σπάνια) που όμως, δυστυχώς, έχουν εκπαιδευτεί στο ίδιο σύστημα που δημιούργησε το πρόβλημα και βλέπει μέσα από την περιοριστική οπτική του»: αντιλαμβάνεται αντιθέσεις, διαχωρίζει, ομαδοποιεί, συγκρίνει, αναλύει, ορίζει, κατατάσσει, σε μια προσπάθεια να νοιώσει ασφάλεια.


Οι πιο αντιπροσωπευτικοί ορισμοί διαμορφώνουν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούμαστε όλοι, είτε είμαστε «παθόντες», είτε είμαστε γονείς, δάσκαλοι, ειδικοί, ψάχνοντας, όχι μέσω της παρατήρησης πλέον, αλλά μέσα από την οπτική των ήδη αποδεκτών ορισμών.

Είναι με απλά λόγια μια απροσδόκητη αποτυχία ή πολύ χαμηλή επίδοση στην ανάγνωση και τη γραφή, που δε δικαιολογεί η ηλικία, οι εκπαιδευτικές ευκαιρίες και το νοητικό επίπεδο του παιδιού. (Παγκύπριος Σύνδεσμος για τη Δυσλεξία)

Η δυσλεξία είναι μια συγκεκριμένη μαθησιακή δυσκολία που έχει επιπτώσεις κυρίως στην ανάπτυξη της βασικής εκπαίδευσης και δεξιότητες που σχετίζονται με τη γλώσσα. Είναι πιθανό να υπάρχει εκ γενετής και τα συμπτώματα της να επηρεάζουν το άτομο σε όλη τη διάρκεια της ζωής του. (British Dyslexia Association)

«Η δυσλεξία είναι μια από τις διάφορες ευδιάκριτες μαθησιακές δυσκολίες. Είναι μια συγκεκριμένη διαταραχή που εστιάζεται στην ανικανότητα γλωσσικής επεξεργασίας (φωνολογική επεξεργασία, αποκωδικοποίηση κ.λ.π.). (International Dyslexia Association)

Η δυσλεξία είναι μία ανεπάρκεια στην ανάγνωση, στη γραφή και στη μάθηση γενικότερα. Τα δυσλεξικά παιδιά και ενήλικες είναι σοβαρά μεινονεκτούντα άτομα. Η κατάστασή τους όμως επηρεάζει και τους γονείς, τις οικογένειες, το σχολείο, τους εκπαιδευτικούς και την κοινωνία γενικότερα, αφού περίπου το 10% του γενικού πληθυσμού υποφέρει από δυσλεξία. Η πιο συνηθισμένη εκδήλωση της δυσλεξίας είναι η δυσκολία στην ανάγνωση και στην ορθογραφία.(Δυσλεξία: http://www.dys.gr/)

Δυσλεξία είναι μία δυσλειτουργία που έχει νευρολογική και συχνά κληρονομική βάση, και η οποία συνδέεται με την κατάκτηση και την επεξεργασία της γλώσσας. Διαφέροντας ως προς το βαθμό σοβαρότητας, εκδηλώνεται ως δυσκολία στην πρόσληψη και έκφραση της γλώσσας, (συμπεριλαμβανομένης και της φωνολογικής επεξεργασίας), στην ανάγνωση, στη γραφή, στην ορθογραφία, στη γραφή με το χέρι και μερικές φορές στην αριθμητική. (Orton Dyslexia Society)

Δυσλεξία αποκαλείται η σοβαρή καθυστέρηση στην κατάκτηση του γραπτού λόγου που κατατάσσει το παιδί δυο σταθερές αποκλίσεις κάτω από το μέσο όρο στην ανάγνωση, γραφή και ορθογραφία. Η καθυστέρηση αυτή παρατηρείται ενώ η νοημοσύνη είναι φυσιολογική, δεν υπάρχει αισθητηριακό έλλειμμα (όραση, ακοή), δεν υπάρχει σοβαρή ψυχιατρική διαταραχή και υπάρχουν κανονικές δυνατότητες για σχολική εκπαίδευση. (Γρηγόρης Μιχάλης, Ψυχολόγος-Παιδαγωγός, κάτοχος μεταπτυχιακού διπλώματος στη Κοινωνική Ψυχιατρική – Παιδοψυχιατρική)

Είναι μια ειδική δυσκολία στη μάθηση νευρολογικής αιτιολογίας. Χαρακτηρίζεται από δυσκολία στην ακριβή και απρόσκοπτη αναγνώριση των λέξεων και από πτωχή απόδοση στην ορθογραφία και στην αποκωδικοποίηση της έννοιας των λέξεων. Αυτές οι δυσλειτουργίες προέρχονται από τυπικό έλλειμμα στη φωνολογική συνιστώσα της γλώσσας και αξιολογούνται σε σχέση με άλλες γνωστικές ικανότητες (για την ηλικία του παιδιού) και ασφαλώς σε σχέση με την αποτελεσματική διδασκαλία μέσα στην τάξη. Αυτό οδηγεί σε προβλήματα κατανόησης κατά την ανάγνωση και αυτό με τη σειρά του μπορεί να εμποδίσει την ανάπτυξη του λεξιλογίου και των βασικών γνώσεων του παιδιού εν γένει. (Μαρία Σαββάκη, γιατρός, εκπαιδευτικός και ψυχογλωσσολόγος. Υπεύθυνη της Μονάδας Δυσλεξίας και διαταραχών του Λόγου στο Πανεπιστημιακό Νοσοκομείο Ηρακλείου)

Ο επίσημος ορισμός της Βρετανικής Ένωσης Δυσλεξίας (BDA) αναφέρει ότι: Η δυσλεξία αποτελεί μια σύνθετη νευρολογική κατάσταση οργανικής προέλευσης. Τα συμπτώματα μπορεί να επηρεάζουν πολλούς τομείς της μάθησης και της λειτουργίας (του ατόμου), και μπορεί να χαρακτηριστούν ως ειδική δυσκολία στην εκμάθηση ανάγνωσης, ορθογραφίας και γραφής. Εμφανίζονται σε έναν ή και περισσότερους από αυτούς τους τομείς αλλά μπορεί επίσης να επηρεάζουν και την ικανότητα αρίθμησης, σημειογραφικές ικανότητες (μουσική), την κινητική λειτουργία και τις οργανωτικές δεξιότητες του ατόμου. Όμως το πρόβλημα της δυσλεξίας σχετίζεται ιδιαίτερα με την εκμάθηση του γραπτού λόγου, αν και ο προφορικός λόγος μπορεί επίσης να επηρεάζεται ως ένα βαθμό.

Η δυσλεξία εκδηλώνεται τα πρώτα χρόνια φοίτησης στο Δημοτικό σχολείο ως μία απροσδόκητη και ανεξήγητη μαθησιακή δυσκολία στην ανάγνωση και γραφή, σε φυσιολογικά παιδιά με κανονική ή και ανώτερη ευφυΐα που μέχρι τότε τίποτε δεν έδειχνε ότι είχαν κάποιο πρόβλημα. Η διεθνής ομοσπονδία Νευρολογίας καθορίζει τη δυσλεξία ως σύνδρομο που εκδηλώνεται με απροσδόκητη αποτυχία στην εκμάθηση του γραπτού λόγου, ιδιαίτερα της ανάγνωσης, παρά την επαρκή σχολική εκπαίδευση, τη φυσιολογική νοημοσύνη και τις επαρκείς κοινωνικο-πολιτιστικές ευκαιρίες. Οφείλεται σε νευρολογική διαταραχή που επηρεάζει θεμελιακές λειτουργίες της μάθησης. (Λωρέττα Θωμαΐδου, Παιδίατρος – Αναπτυξιολόγος, Ιατρείο Αναπτυξιακής Παιδιατρικής Α΄ Παιδιατρική Κλινική Παν/μίου Αθηνών)

Είναι μια μαθησιακή δυσκολία κυρίως στην ανάγνωση, στην ορθογραφία, στα γλωσσικά μαθήματα και στα γραπτά. Είναι βιολογικής αιτιολογίας, κυρίως κληρονομική. Επίσης είναι ιδιαίτερα παραπλανητική κατάσταση, επειδή δεν φαίνεται στην καθημερινή προφορική επικοινωνία, γιατί οι δυσλεξικοί είναι συνήθως προικισμένα άτομα, υψηλής ευφυΐας, με ιδιαίτερα μεγάλη δημιουργικότητα και καλό προφορικό λόγο. Οι δυσλεξικοί είναι συνήθως έξυπνοι και εφευρετικοί επειδή υπερέχουν στη δημιουργικότητα λόγω κατασκευής. (καθηγητής Μαθησιακών Δυσκολιών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας Γεώργιος Θ. Παυλίδης)

Με απλά λόγια η δυσλεξία είναι μια ανεξήγητη μαθησιακή δυσκολία στην εκμάθηση της γραφής και ανάγνωσης και είναι ανεξήγητη γιατί εμφανίζεται σε παιδιά με κανονική ή και ανώτερη ευφυΐα. Είναι μια εγκεφαλική δυσλειτουργία που όταν διαγνωσθεί έγκαιρα μπορεί να θεραπευτεί σε πολύ μεγάλο ποσοστό. (Τσουκαλά Μαρινέλλα M.A., CCC-SLP, Παθολόγος Λόγου - Φωνής – Ομιλίας)

Το σύστημα που υπηρετούμε ενδιαφέρεται πρωτίστως για το «ποιος» λέει κάτι: την ταυτότητα του, πού ανήκει, ποια θέση κατέχει, για τους τίτλους του κ.λ.π. Λιγότερη σημασία δίνει στο περιεχόμενο, αφού ορίζει εξ’ αρχής την αυθεντία που θέλει να εμπιστεύεται. Έτσι προχωράμε αυτόματα στην ακύρωση του εαυτού μας (δεν παρατηρούμε, δεν εμπιστευόμαστε τη διαίσθηση μας) και στην υπακοή του «ειδικού». Επέλεξα σε αυτό το κείμενο να εστιάσω την προσοχή στο περιεχόμενο των ορισμών και όχι στην αυθεντία, γιατί χρειάζεται επιτέλους να μετατοπίσουμε την προσοχή μας στην ουσία.

Όπως φανερώνεται, η εκπαιδευτική κοινότητα βλέπει τη δυσλεξία ως μια «ειδική μαθησιακή δυσκολία» που χρειάζεται αντιμετώπιση. Η ιατρική βλέπει «νευρολογική διαταραχή» και «δυσλειτουργία», την οποία ορίζει ως «σύνδρομο» που πρέπει να θεραπεύσει. Η ψυχολογία βλέπει «καθυστέρηση» που χρήζει υποστήριξης. Τέλος, οι διάφοροι φορείς, οργανισμοί, σύνδεσμοι που στηρίζουν το οικοδόμημα του «προβλήματος της δυσλεξίας» προσπαθούν να συμπεριλάβουν όλες τις απόψεις των διάφορων ειδικοτήτων, δικαιολογώντας την αναγκαιότητα της ύπαρξης τους… πάντα μέσα από τις καλύτερες προθέσεις. Σε αυτό ακριβώς διαφαίνεται η ασάφεια, η ανασφάλεια και η ανάγκη ελέγχου της άγνοιας. Ένα παιδί περνάει από ψυχολόγους, ειδικούς εκπαιδευτικούς, λογοθεραπευτές κ.λ.π. σε μια προσπάθεια να αντιμετωπιστούν όλα τα «προβλήματα» του δυσλεκτικού.

Αν και κανείς δεν γνωρίζει τι ακριβώς είναι η δυσλεξία, εν τούτοις υπάρχει (και θεωρείται απολύτως φυσιολογική) η διάγνωση (βασισμένη σε υποκειμενικά και περιοριστικά τεστ αξιολόγησης, βάσει ασαφών συμπτωμάτων), η αντιμετώπιση (βάσει ποικίλων, περιοριστικών μεθόδων) με σκοπό την αλλαγή, την προσαρμογή και τελικά την ένταξη των δυσλεκτικών στο υπάρχον σύστημα. Γιατί πάνω απ’ όλα, το σύστημα αυτό δεν επιδέχεται ό,τι δεν κατανοεί, ό,τι δεν ορίζει άρα δεν ελέγχει, από φόβο της διατάραξης της πραγματικότητας που θέλει να βλέπει.

Παραμένει ανεξερεύνητο και ανεξήγητο για την επιστημονική και εκπαιδευτική κοινότητα το γεγονός ότι συνυπάρχουν η «καθυστέρηση», η «αποτυχία», η «ανεπάρκεια», η «δυσλειτουργία», η «ανεξήγητη δυσκολία», με την «ανώτερη ευφυΐα», τη «δημιουργικότητα», την «υπεροχή», την «εφευρετικότητα», και πολλά άλλα χαρακτηριστικά που δεν είναι καν σε θέση να συνειδητοποιήσει λόγω της περιορισμένης θέασης.

Ό,τι δεν κατανοούμε έχουμε τους μηχανισμούς να το αντιμετωπίζουμε: το υποτιμούμε, το κατηγορούμε, το προσπερνάμε. Έτσι καταλήγουμε βολικά στο συμπέρασμα (που μας επιτρέπει να διατηρούμε τις απόψεις και τη θέαση μας) ότι «κάποιοι διάσημοι πέτυχαν, διακρίθηκαν παρ’ όλο που είχαν δυσλεξία» και όχι επειδή είχαν δυσλεξία. Κάπως έτσι το σύστημα διατηρεί το κύρος του και εξασφαλίζει την αναγκαιότητα της ύπαρξης του.

Οι απαντήσεις υπάρχουν αλλά μόνο όταν τολμούμε να θέτουμε τις σωστές ερωτήσεις αμφισβητώντας τα κεκτημένα. Η αλήθεια παραμένει κρυμμένη μόνο όσο έχουμε ανάγκη να πιστεύουμε ότι η περιορισμένη μας αντίληψη είναι η μόνη αλήθεια. Οι αυθεντίες θα συνεχίσουν να υπάρχουν ενόσω εμείς τους τοποθετούμε σε βάθρο, πιο πάνω από τον εαυτό μας (τη διαίσθηση, την εμπιστοσύνη στη δράση μας, τη διάκριση, την παρατήρηση), τον οποίο είτε δεν υπολογίζουμε είτε υπερεκτιμούμε εγωιστικά μέσα από την αντίδραση της άγνοιας μας. Η αλήθεια για τη δυσλεξία υπάρχει και περιμένει να διερευνηθεί, φτάνει να είμαστε πρόθυμοι να απορρίψουμε ότι νομίζουμε ότι γνωρίζουμε γι’ αυτήν.

Τι έχουμε να μάθουμε από τους δυσλεκτικούς που δεν τους έχουμε επιτρέψει να μας μάθουν; Τι έχουν να προσφέρουν αν δεν τους στερήσουμε αλλά τους αναπτύξουμε τις δυνατότητες τους; Για ποια πράγματα είναι αλήθεια ικανοί αν δεν συνεχίσουμε να συντρίβουμε την αυτό-εκτίμηση και τον αυτοσεβασμό τους; Πόσο άραγε θα αλλάξει η οπτική μας όταν διαπιστώσουμε (γιατί θα γίνει αναπόφευκτα κάποια στιγμή) ότι έχουμε ΟΛΟΙ τα ίδια χαρακτηριστικά σε αδράνεια μέσα μας αλλά δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε αυτό (για αυτό και τα βλέπουμε στους άλλους ως απειλή);

Τι θα γίνει όταν ανακαλύψουμε ότι ΟΛΟΙ έχουμε ένα δεξί ημισφαίριο (διαίσθηση, ενόραση, την ικανότητα της σύνθεσης, τη σφαιρική αντίληψη, τον «αποπροσανατολισμό» από το γραμμικό χρόνο, την αντιστροφή ή παράλειψη γραμμάτων… όλα όσα τώρα δείχνουμε βολικά με το δάχτυλο της κριτικής) και ότι αυτό λειτουργεί σε ΟΛΟΥΣ;

Η αλήθεια δεν έχει διαφοροποιήσεις, προτιμήσεις και διακυμάνσεις. Προς το παρόν αδυνατούμε να παρατηρήσουμε, να μελετήσουμε, να καταλάβουμε κάτι που απλά δεν αναγνωρίζουμε ότι υπάρχει, άρα παραμένει αόρατο στην επιλογή της οπτικής μας, που προτιμά να βλέπει «πρόβλημα».

.

7 σχόλια:

  1. Σε αυτό το κείμενο διάβασα κάτι από μένα

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος1/22/2010

    Η άγνοια τις επιστημονικής κοινότητας (άρα πόσο μάλλον της κοινωνίας) είναι εμφανέστατη..

    Και όσο αφορά το τι είναι η δυσλεξία αλλά κυρίως πως ΕΞΑΛΕΊΦΟΝΤΑΙ ΌΛΑ τα αρνητικά της συμπτώματα μένοντας μόνο τα θετικά, αν μπορεί να γίνει αυτό.

    Όταν η επιστημονική κοινότητα βρει πλήρως το τι είναι η δυσλεξία και σταματήσει να συγχέει τα αίτια με τα συμπτώματα ,τότε θα μπορέσει και ο κόσμος να ενημερωθεί σωστά και πρωτίστως και εμείς οι ίδιοι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Η επιστημονική κοινότητα δεν μπορεί ποτέ να «βρει» τι είναι η δυσλεξία γιατί θα ψάχνει πάντα εκεί που δεν υπάρχει.

    Ο «κόσμος» είναι ο καθένας μας και ενόσω περιμένουμε από κάποιον άλλον να μας λέει τι να πιστεύουμε, ούτε και εμείς θα «ενημερωθούμε σωστά».

    Καταλαβαίνω όταν λες «και εμείς οι ίδιοι», ότι είσαι «δυσλεκτικός». Μην περιμένεις κανέναν να σου πει τι είναι δυσλεξία. Βρες αυτόν που θα σε βοηθήσει να ανακαλύψεις μόνος σου τι είναι… όταν θα είσαι έτοιμος να απορρίψεις όλα όσα σου έχουν πει ή νομίζεις πως ξέρεις ότι είναι η δυσλεξία.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος1/23/2010

    Ναι είμαι δυσλεκτικός

    Προσωπικά δεν τα βλέπω και τόσο απαισιόδοξα, αλλά και εγώ πιστεύω ότι θα αργήσουν να υπάρξουν σωστά και πλήρη αποτελέσματα πάνω στο θέμα, με δεδομένο ότι ο εγκέφαλος είναι ακόμα το πιο "ανεξερεύνητο" μέρος του σώματος.

    Δυστυχώς ή ευτυχώς, ακόμα αναζητώ απαντήσεις και ΠΛΗΡΗΣ λύσεις. Το θέμα είναι ότι αυτές είναι και χρονοβόρες και με υψηλό κόστος τις περισσότερες φορές.

    Νίκος

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Γεια σου Νίκο,

    Το "δωρεάν" (όπως και το "φτηνό") είναι ενπινοήσεις ενός συστήματος που έχει οικοδομηθεί στην υπερτίμηση του τίποτα.

    Το "δωρεάν", αν και ψευδαίσθηση φανερή και γνωστή, εντούτοις κρύβει πολύ καλά το ψέμα του ψεύτικου οικοδομήματος.

    Μάλλον θα καταλάβεις περισσότερα στο επόμενο άρθρο, που θα είναι συνέχεια αυτού (ήδη έχει αρχίσει και σχηματίζεται στην αθέατη οθόνη του νου).

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ανώνυμος1/25/2010

    Περιγράφοντας την εμπειρία μου από τη μεριά του γονιού δυσλεκτικού παιδιού, ένα είναι το κυρίαρχο συναίσθημα .. απογοήτευση! Δεν μπορούσα να καταλάβω το ίδιο μου το παιδί , δεν μπορούσα να καταλάβω τι έκανα λάθος και δεν μπορούσε να γράψει και να διαβάσει όπως τα άλλα παιδιά . Τα κέντρα και οι ειδικοί μου δώσανε «ελπίδα» και άλλοθι … δεν φταίτε εσείς, το παιδί σας έχει δυσλεξία .. και εμείς , αν μας εμπιστευτείτε , θα σας το «φτιάξουμε», θα το κάνουμε «καλό» μαθητή όπως του αξίζει να είναι! Κάθε χρόνο λοιπόν άλλαζα «ειδικούς» γιατί βέβαια κανείς δεν πραγματοποιούσε αυτό που υποσχόταν, ξοδεύοντας - μάταια όπως αποδείχθηκε εκ των υστέρων - πολλά χρήματα και χρόνο. Η μεγαλύτερη ζημιά όμως ήταν ότι, μέσα από τη δική μου απογοήτευση , κατάφερα να αποπροσανατολίσω εντελώς το παιδί μου από την αλήθεια του. Μέσα από τη διαδικασία της δικής μου αυτογνωσίας συνειδητοποίησα αυτό που οι ενοχές , ο φόβος και η ανασφάλεια της σύγκρισης δεν με άφηναν να δω ξεκάθαρα… το παιδί μου ως μοναδικό πλάσμα που σκέφτεται απλά διαφορετικά , πολύ πιο ολοκληρωμένα με υπέροχες εικόνες , που δεν υπάρχει καμία περίπτωση να πιεστεί να μάθει ο,τιδήποτε δεν του κεντρίζει το ενδιαφέρον, με άπειρες δυνατότητες και προοπτικές, που θα μπορούσα να είχα βοηθήσει να λειτουργήσει αποτελεσματικά στον κατακερματισμένο κόσμο μας και να γίνει ευτυχισμένο , αν είχα εμπιστευτεί το ένστικτο της μητέρας και όχι τις οδηγίες των ειδικών …

    ΑπάντησηΔιαγραφή